- ζαπληθής
- ζαπληθής, -ές (Α)1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» — πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.)2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα-* + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ-πληθής, υπερ-πληθής].
Dictionary of Greek. 2013.