ζαπληθής

ζαπληθής
ζαπληθής, -ές (Α)
1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» — πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.)
2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα-* + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ-πληθής, υπερ-πληθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζαπληθῆ — ζαπληθής very full neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ζαπληθής very full masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ζαπληθής very full masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπληθές — ζαπληθής very full masc/fem voc sg ζαπληθής very full neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”